Έτσι μόνος μεγάλωνες. Έτσι έμαθες να σε αγαπούν χτυπώντας σε. Μέσα σου δεν τόλμησες να πεις, εγώ έτσι δεν θα γίνω! Ο φόβος σε κυρίευσε. Ο φόβος σε κέρδισε.
Κι οι γύρω παρακολουθούν. Καλύτερα να σε δουν νεκρό παρά εκεί που ανήκεις. Κουράστηκες να τους σβήνεις κι εκείνοι σαν αόρατο μελάνι να εμφανίζονται μπροστά σου. Όλα είναι τόσο δύσκολα πια.
Η ψυχή μουδιασμένη, αποκομμένη κρύβει την αδυναμία τους να βρίσκουν λόγο να υπάρχουν κι όχι να ζουν.
Κρατούσαν χέρια σφιχτά, πληγιάζαν πότε πότε, μα κανείς τους δεν πονούσε πιο πολύ από το χωριστά. Ούτε ο ίδιος ο πόνος τους…
Το σκοτάδι μόνο με σκοτάδι το νικάς! Θυμίσου το καρδιά την ώρα που διψάς να αγαπήσεις ακόμη κι εκείνο. Την ώρα που παλεύεις να τα φωτίσεις όλα με αγάπη! Μάταιη μάχη, λάθος τα όπλα σου!
Να γυρνάς σαν μελλοθάνατος γύρω από ένα ρολόι και να το ορίζεις ως δύναμη του τώρα. Να ξεγελάς τον εαυτό σου με ψέμματα κι αυτό να το λες ζωή σου.
Τώρα κι εχθές, αντίθετα σαν τα δάχτυλά που στάθηκαν απέναντι. Ο αγέρας θα ‘ναι παντού και η γης παντού μα ακίνητη, να μην ξεριζωθεί, να μην αλλάξει αν γίνεται τίποτα.
Ίσως δεν φτιάχτηκες για να αλλάξεις. Ίσως φτιάχτηκες για να μείνεις ακριβώς όπως είσαι. Ξύλινος, ανέπαφος, στεγνός. Η ροή δεν είναι για όλους τελικά.
Ό,τι κάνεις, ό,τι προσφέρεις τα Χριστούγεννα έχε ανοιχτές τις πόρτες και τα παραθύρια της καρδιάς. Τα Χριστούγεννα είναι αληθινά όταν φωτίζονται με τα λαμπιόνια της καρδιάς παιδικών ψυχών.
Η γέφυρα όπου ο υλικός χρόνος συναντά τον ανθρώπινο της ψυχής στο σώμα του. Άυλο και ένυλο. Ύπαρξη και ζωή. Η αλήθεια γεφυρωμένη με τον ψεύτικο χρόνο.
Πορεύεσαι ακόμη με την ψευδαίσθηση πως ο κόσμος είναι υπέροχος, όμορφος μα δεν είναι. Όλες οι καταστάσεις γύρω σου έχουν θόρυβο.
Τους μιλάς για συναίσθημα στη σχέση, για αγάπη και αγνό έρωτα. Σε χλευάζουν πως έχεις απομακρυνθεί από την πραγματικότητα. Ποια πραγματικότητα;
Ποιο σύμπαν, ποια γης; Να μου θυμίσεις ποιος είμαι! Τι είμαι; Τα υλικά που μου έχτιζαν για να μην μπορώ να βαστάξω την αλήθεια μου, να βρω τη δύναμη να γκρεμίσω!
Παρατηρώ σαν τρίτος και όχι σαν γυναίκα, τις γυναίκες της Δύσης να λύσσανε απέναντι σε όλη αυτήν τη δυσωδία και να στρέφονται ενάντια στο αντρικό φύλο. Οι γυναίκες πλησιάζουν να μισούν τους άντρες.
Δεν συμβιβάζεσαι με την απόσταση. Συνδέεται η αφή στην μνήμη, ανασαίνει ο παλμός της καρδιάς στη σκέψη ότι ενώθηκαν τα βλέμματα καταμεσής του πελάγου.