Πορεύεσαι ακόμη με την ψευδαίσθηση πως ο κόσμος είναι υπέροχος, όμορφος μα δεν είναι. Όλες οι καταστάσεις γύρω σου έχουν θόρυβο.
Τους μιλάς για συναίσθημα στη σχέση, για αγάπη και αγνό έρωτα. Σε χλευάζουν πως έχεις απομακρυνθεί από την πραγματικότητα. Ποια πραγματικότητα;
Ποιο σύμπαν, ποια γης; Να μου θυμίσεις ποιος είμαι! Τι είμαι; Τα υλικά που μου έχτιζαν για να μην μπορώ να βαστάξω την αλήθεια μου, να βρω τη δύναμη να γκρεμίσω!
Παρατηρώ σαν τρίτος και όχι σαν γυναίκα, τις γυναίκες της Δύσης να λύσσανε απέναντι σε όλη αυτήν τη δυσωδία και να στρέφονται ενάντια στο αντρικό φύλο. Οι γυναίκες πλησιάζουν να μισούν τους άντρες.
Δεν συμβιβάζεσαι με την απόσταση. Συνδέεται η αφή στην μνήμη, ανασαίνει ο παλμός της καρδιάς στη σκέψη ότι ενώθηκαν τα βλέμματα καταμεσής του πελάγου.
Έχεις ανάγκη από κάπου να πιαστείς άκαρπη η αναμονή. Σωπαίνεις έξω σου, μόνος συνοδοιπόρος η φωνή μέσα σου. Εκείνη γνωρίζει τους φόβους σου, γιατί ναι, φοβάσαι! Σε εκείνη φανερώνεις τα όνειρά σου, γιατί ναι, ονειρεύεσαι.
Η αγάπη δεν κάνει εκπτώσεις, των ανθρώπων το μυαλό κόβει και ράβει, αφαιρεί γιατί δεν αντέχει τη σύγκριση.
Κι εσύ Πηνελόπη δεν μέτρησες ποτέ χρόνο. Οι άνθρωποι σε ήθελαν να μετράς στην ερμηνεία τους. Ήσουν μόνο ψυχή και οι ψυχές βρίσκουν την ουσία τους εκεί που ανθρώπου μάτι δεν κοιτά.
Για το όνειρο του μίλησες; Για την απεραντοσύνη της ζωής και της δημιουργίας; Για το αποτύπωμα του παιδιού σου στο χωροχρόνο; Εκείνο που θα κάνει τη διαφορά μέσα του. Που θα ριγήσει την ψυχή του!
Το νόημα σωπαίνει βουβό. Ο θόρυβος αντηχεί ως η μόνη διέξοδος του ανθρώπου. Φωνάζει για να ακουστεί.
Γιατί όλοι σέρνονται πίσω από μία εικόνα. Όλοι θέλουν να έχουν αυτό που τραβά τα βλέμματα. Βλέμματα βρίσκεις παντού. Όλο το διαδίκτυο είναι γεμάτο από μάτια που μόνο κοιτούν, που αρνούνται πεισματικά να νιώσουν την ομορφιά.
Δεν υπάρχει στην αγάπη κριτής, δίκη, κατηγορούμενοι. Στην αγάπη ανεβαίνουν και οι δυο στο βάθρο ή κατρακυλούν μαζί στις σπηλιές του Κάτω Κόσμου. Είστε μαζί και Ένα χωρίς όρους και όρια.
Οι καρδιές άχρωμα χτυπούν. Οι ματιές άψυχα κοιτούν και οι δρόμοι τους στροφές που δεν προσπάθησαν να ισιώσουν ποτέ.
Κι όμως αντέχουν δίχως Αγάπη, στέκουν όρθιες. Πώς;
Ήρθες. Τι συνάντησες; Τι κράτησες; Τι έμεινε να φωτίζει την ψυχή σου; Σκιά; Φως; Σκότος; Μην απαντάς σε ακούει Εκείνος που τα ακούει όλα!
Πέρασε η ώρα! Είσαι εκεί; Μόνον οι άλλοι… Η πόρτα εκεί. Είσαι ελεύθερος;