
Θα υψώσεις το βλέμμα; Θα λευτερωθείς; Η Αλήθεια φανερώθηκε!
Μοιραστείτε το άρθρο!
Κρύφτηκαν τα χείλη, γιατί να χαμογελάσεις;
Χαμήλωσαν τα μάτια, προσπερνάς, μόνο φεύγεις.
Σκεπάστηκαν τα στόματα, πώς να μιλήσεις.
Μόνο ακούς για να υπακούς.
Μυαλά καλυμμένα με μια σκέπη ανάγκης για επιβίωση.
Να μην αγγίξεις, κινδυνεύεις.
Να μην πλησιάσεις κινδυνεύεις.
Να μην αναπνεύσεις κινδυνεύεις.
Ζήσε όμως! Ζήσε!
Τέχνη σιωπηλή από δημιουργία κι έμπνευση πια. Οι σκλάβοι των παθών τους έξω! Οι ανομίες μόνο έχουν φωνή. Σεξ, απατηλή ηδονή χειραγωγούσε τη ζωή τους. Κάποιοι θυσιάζονταν για το όνειρο και κάποιοι παρέδωσαν την ψυχή τους στο Διάολο. Τώρα πτώματα σέρνονται γύρω από το σανίδι. Κανείς δε χειροκροτά! Αηδία, δυσοσμία αναδύεται από τα καμαρίνια. Κάποιοι κρυφοκοιτούν από τις κουίντες. Τα χέρια τρέμουν. Φωνή καμμία. Θάνατος ακόμη, σάπισαν όλα και στο σάπιο δε φυτρώνει ο σπόρος. Περιμένει καρτερικά τη φωτιά.
Κάψτε τα όλα θνητοί επαναστάτες!
Να σωθεί η Τέχνη. Να σωθεί το όνειρο. Να σωθούν όλων μας οι ψυχές. Αργοπεθαίνουν μαζί σας.
Μυαλά σβησμένα. Η Ιδέα έπρεπε να πεθάνει! Η σκέψη έπρεπε να φυλακιστεί αγρίμι που υπακούει στις εντολές του εκπαιδευτή. Καμμία δίοδος μεταξύ των ανθρώπων. Μην μιλάς. Μην επικοινωνείς. Μην ανταλλάξεις τίποτα που θα σε βάλει σε κίνδυνο. Μα η Ιδέα δεν κολλά!
Να μην αγγίξεις το άπιαστο.
Να μην αγγίξεις το άπειρο.
Να μην αγγίξεις εσένα.
Η Ιδέα άνθρωπε προχωρά τη Δημιουργία! Η Ιδέα δε φυλακίζεται στο χρόνο τους, στη δική τους διάσταση. Δεν μαστιγώνεται από το χέρι τους. Δεν κλείνεται πίσω από σίδερα. Δεν περιμένει το απατηλό χειροκρότημα του υπνωτισμένου κοινού!
Κοίτα είμαστε πάνω από όλους! Δαμάσαμε και τα πιο άγρια θηρία!
Γίναμε άνθρωποι πάνω από τους θεούς. Η αλαζονεία πολέμησε όλο το Φως. Ύψωσε κάστρα σκοτεινά, έβαλε λαμπιόνια κι έκλεισε τα παράθυρα. Τώρα πια είσαι ασφαλής. Κλείσε το διακόπτη, το φως έσβησε…
Κορόιδευες το λύκο. Μόνος πάλευε στα σκοτάδια. Τα δικά του και την νύχτας. Σεβάστηκε το Φως, είχε αναγνωρίσει τα λάθη του. Ήξερε τις αδυναμίες του, άφηνε τη μέρα να κάνει το δικό της έργο. Εκείνος περπατούσε μόνο τα βράδια, να μη λερώσει το Φως. Έσμιγε πότε πότε με την αγέλη, μα μπόραγε και μόνος.
Τον σιχαινόσουν το λύκο, μέσα στο κλουβί κανείς δεν κατάφερε να τον βάλει. Ήταν ο τρελός του χωριού που αγνοούσε τους πάντες, πρόβατα και βοσκό. Φοβέριζε μόνο η μορφή του. Οι σκέψεις του λεύτερες, λάθος για σένα ετούτη η ελευθερία!
Ήθελες τον ηγέτη να ορίζει τους νόμους. Του ζήτησες παραθυράκια μικρά για να τους ξεφεύγεις άλλωστε εσύ τον επέλεξες, θα κάνει ό,τι του πεις. Γινόσουν ο άρχοντας χωρίς ευθύνες εύκολα με ένα χαρτί στο κουτί του. Θαρρείς όλη σου η δύναμη κλεισμένη σε ένα κουτί…
Ζήτησες από τον ηγέτη εύκολο χρήμα, να νιώθεις δυνατός κι εσύ. Να νιώθεις πως εξουσιάζεις πλάι του. Εκείνος σου φούσκωσε τα μυαλά, τα γέμισε ψευδαισθήσεις.
Άλλωστε κατοικούσες σε χώρα θεών, ποιος να σε πειράξει; Ποιος να τολμήσει; Έχεις σπουδαίο παρελθόν. Ποτέ σου δε δέχτηκες πως το αίμα σου κοιμάται! Ναρκώθηκε από τη δική σου βελόνα.
Άφησες τη ζωή σου στα χέρια άλλων. Ξεπουλήθηκες για μια άνετη ζωή.
Κορμί, ένας αγοραίος έρωτας, μια οικονομική συναλλαγή η αγάπη. Ψυχή ανύπαρκτη, δεν τη χρειάζεσαι στη γη, ότι δεν είναι ύλη, μπορεί να είναι και ψέμα.
Στείρωσες τη σκέψη, πατούσες το κουμπί και την έβρισκες μπροστά σου, θαρρείς όλη σου η δύναμη σε ένα κουτί…
Πρώτος εσύ πάτησες τη σκανδάλη! Μετά ο ηγέτης σου απομάκρυνε το όπλο σου. Σε προστάτευε. Το κρατούσε για εσένα. Βαριά η σκέψη της προδοσίας σου, αφέθηκες να σε σκοτώνει εκείνος! Αμαρτία η αυτοχειρία και πώς να την αντέξεις στους σταυρούς που κάνεις γονυπετής για βοήθεια στο Θεό.
Γέμιζες το παγκάρι Του με χρήμα κι ένιωθες κοντά Του. Αυτό σε έμαθαν. Να γυρίζεις το μάγουλο για το επόμενο χαστούκι. Να μην κοιτάς τους θεούς όρθιος αλλά προσκυνημένος. Όλοι τους στο ίδιο παιγνίδι! Μόνο Θεός δεν ήταν εκεί! Αυτόν δε θα τον βρεις εκεί, δεν χωράει σε κανένα πορτοφόλι. Αυτόν άσε τον απέξω!
Τίποτα δε σου έχει μείνει! Γκρεμισμένα συντρίμμια όσα σε ψέμματα οικοδομήθηκαν. Το σκοτάδι έχει κυριεύσει τα πάντα. Κλείσε το διακόπτη, το φως έσβησε…
Κρύφτηκαν τα χείλη, γιατί να χαμογελάσεις;
Χαμήλωσαν τα μάτια, προσπερνάς, μόνο φεύγεις.
Σκεπάστηκαν τα στόματα, πώς να μιλήσεις.
Μόνο ακούς για να υπακούς.
Θα υψώσεις το βλέμμα;
Θα λευτερωθείς;
Η Αλήθεια φανερώθηκε!
Μοιραστείτε το άρθρο!