Έχεις χρόνο θάλασσα; Γεννιέσαι, πεθαίνεις ή μόνο παίρνεις των ανθρώπων τις σκιές μέσα από τα μάτια τους και τις σκορπάς στα μήκη και τα πλάτη που διανύεις;
Ανακωχή, εκεχειρία, ειρήνη, τα χωρίζει ο χρόνος, τα συνδέει η ζωή, τα εξαφανίζει ο θάνατος. Ο φόβος καταβροχθίζει και τα τρία σε μία στιγμή! Η ελευθερία ακυρώνεται. Η αγάπη παραγκωνίζεται.
Κινδυνεύεις στην παραίτηση πιο πολύ από την ελευθερία κι όμως την επιλέγεις! Να ξεχάσεις, να αφήσεις πίσω την ψυχή.
Πάντα όμως υπάρχει το καλό μες το κακό και ανάποδα. Είναι εκείνη η ρημάδα η ισορροπία της ζωής. Ζωή μέσα από το θάνατο και την αναγέννηση.
Μην στυλώνεις τα πόδια σου ψυχή! Άκου! Νιώσε τη φύση σου στο Φως και μην αφήνεις κανέναν άνθρωπο να σε φυλακίσει!
Ήρθες σε μια στιγμή της ζωής μου που όλα ήταν γκρίζα κι άχρωμα να μου δείξεις πως δεν είναι έτσι ακριβώς και πως υπάρχει χρώμα και φως στον κόσμο.
Οι άνθρωποι βγάζουν εύκολα συμπεράσματα απέναντι σε μία αντίδραση. Δε διεισδύουν στα γιατί, δεν πέφτουν κι εκείνοι στα βαθιά, γιατί φοβούνται μην πνίγουν στα δικά τους αβαθή νερά!
Όλοι φέρουν τις πληγές τους. Δεν μοιράζονται την αλήθεια τους οι πολλοί. Προτιμούν να προβάλλουν εκείνη τη μετριότητα που πουλά κάτιτις παραπάνω.
Συναντάς ανθρώπους, πλησιάζεις να τους χαιρετίσεις εγκάρδια και βλέπεις μια αναστολή. Το σώμα τους συστέλλεται, μικραίνει. Σαν να μην τους χωρά ο τόπος.
Ούτε ο χρόνος δεν κυλά στη σιωπή, στο ποτέ μόνο αφήνει όνειρα ανεκπλήρωτα. Στέκουν διψασμένα να σου θυμίζουν ποιος είσαι, το υλικό σου.
Η ζωή πορεύτηκε μόνη, δε σώπασε! Η ζωή ράγισε τα κομμάτια της κι έφτιαξε το δικό της δρόμο! Άφησε το χρόνο στους ανθρώπους, εκείνη προχώρησε χωρίς φόβο.
Αφουγκράσου τις φωνές, νιώσε την αδυναμία μέσα στη δύναμη, εκεί φωλιάζει το ψέμα. Νιώσε τη δύναμη μέσα στην αδυναμία εκεί φωλιάζει η αλήθεια!
Δεν τρέφει το φως! Δεν ανοίγει, δεν ξεχειλώνει να θες κι άλλο κι άλλο! Το φως μόνο φωτίζει! Μόνο γεμίζει και ζεσταίνει τα κενά.
Μείνε, για όσο η απόσταση ενώνει τις σιωπές σε λόγια, που δεν χρειάζεται να λέγονται από το στόμα, αρκεί που τα γνωρίζουν οι καρδιές μας…
Είναι εκείνο το ανάγλυφο στον πεσμένο από τα χρόνια κίονα. Περνάς κρυφά, να μη σε δει ο φύλακας, τα δάκτυλά σου από τις αύλακες. Ακουμπάς το παρελθόν, μοιάζουν με φλέβες που δεν τις νίκησε ο θάνατος!