Κρατούσαν χέρια σφιχτά, πληγιάζαν πότε πότε, μα κανείς τους δεν πονούσε πιο πολύ από το χωριστά. Ούτε ο ίδιος ο πόνος τους…
Ποιο σύμπαν, ποια γης; Να μου θυμίσεις ποιος είμαι! Τι είμαι; Τα υλικά που μου έχτιζαν για να μην μπορώ να βαστάξω την αλήθεια μου, να βρω τη δύναμη να γκρεμίσω!
Δεν συμβιβάζεσαι με την απόσταση. Συνδέεται η αφή στην μνήμη, ανασαίνει ο παλμός της καρδιάς στη σκέψη ότι ενώθηκαν τα βλέμματα καταμεσής του πελάγου.
Δεν υπάρχει στην αγάπη κριτής, δίκη, κατηγορούμενοι. Στην αγάπη ανεβαίνουν και οι δυο στο βάθρο ή κατρακυλούν μαζί στις σπηλιές του Κάτω Κόσμου. Είστε μαζί και Ένα χωρίς όρους και όρια.
Το να θες να σε αγαπούν με το δικό σου τρόπο είναι εγωιστικό, υλιστικό, εγωπαθές άρρωστο. Δεν λυπάμαι κανέναν που νιώθει ότι δεν το αγαπούν. Σε μία σχέση τα βάζουν κάτω και οι δύο, συμφωνούν, διαφωνούν, μα συμπορεύονται.
Ήρθες σε μια στιγμή της ζωής μου που όλα ήταν γκρίζα κι άχρωμα να μου δείξεις πως δεν είναι έτσι ακριβώς και πως υπάρχει χρώμα και φως στον κόσμο.
Οι άνθρωποι βγάζουν εύκολα συμπεράσματα απέναντι σε μία αντίδραση. Δε διεισδύουν στα γιατί, δεν πέφτουν κι εκείνοι στα βαθιά, γιατί φοβούνται μην πνίγουν στα δικά τους αβαθή νερά!
Μείνε, για όσο η απόσταση ενώνει τις σιωπές σε λόγια, που δεν χρειάζεται να λέγονται από το στόμα, αρκεί που τα γνωρίζουν οι καρδιές μας…
Η αγάπη ισορροπεί σαν νιώσει και τους δυο στο μαζί. Η αγάπη μηδενίζει και ξεκινά από την αρχή.
Αγαπώ εκείνες τις απρόσμενες στιγμές που σε ξύπνησαν από τον λήθαργο. Σε φόβισαν με την δύναμή τους, σε γιάτρεψαν με την κατάθεση ψυχής τους.
Η ένωση ουρανού και γης, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του ήλιου. Κανείς δεν ξεφεύγει από εκείνον, παντεπόπτης της ζωής μας, της αλήθεια μας, της ένωσής μας.
Σ’ αγαπώ γιατί μου θυμίζεις το φως μέσα μου. Γιατί η ψυχή μου γαληνεύει στη σκέψη πως μπορώ να φωτίσω τη ζωή μου πιο αληθινά!
Ποτέ σου δεν την απαρνήθηκες! Ποτέ σου δεν την άφηνες μόνη! Ποτέ σου δεν της γύρισες την πλάτη! Ήσουν πάντα εκεί! Δίπλα της, επάνω της, μέσα της πάντα συμπορευτής, ποτέ σου αδίστακτος κατακτητής!