Η ζωή πορεύτηκε μόνη, δε σώπασε! Η ζωή ράγισε τα κομμάτια της κι έφτιαξε το δικό της δρόμο! Άφησε το χρόνο στους ανθρώπους, εκείνη προχώρησε χωρίς φόβο.
Όλα θα ‘ρθουν στο χρόνο τους, έξω από λόγια πολλά κι ανθρώπους που θέλουν να γεμίζουν την ζωή τους χωρίς να τους νοιάζει με τι την γεμίζουν.
Να μοιάσεις σε κάτι που δεν είσαι. Να πεθάνεις αυτό που είσαι. Το σώμα να νικήσει την ψυχή! Να γίνει απέθαντο το σώμα.
Η ένωση ουρανού και γης, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του ήλιου. Κανείς δεν ξεφεύγει από εκείνον, παντεπόπτης της ζωής μας, της αλήθεια μας, της ένωσής μας.
Ο χρόνος νόμιζες πως σταματούσε. Πίστευες πως ακύρωνε την ουσία του. Έμοιαζε σαν να ήθελε κι ο ίδιος να μείνει εκεί, μαζί σου!
Κι ο χρόνος φεύγει κυλά! Σε δουλειά, σε πρέπει, σε έχω τόσο καλά προγραμματισμένα, τόσο βολικά για όλους, μα μέσα σου κραυγάζεις.
Έτσι κατέληξες εδώ, μόνος σε ένα δανεικό κρεβάτι, να παλεύεις να σωθείς από ένα λίγο πολύ! Μάταιο σου μοιάζει το ταξίδι, μάταιη η προσπάθεια!
Κι εκεί, στα λόγια που δεν ακούγονται, εσύ έπαψες να σαστίζεις! Έπαψες να νιώθεις μόνος από τέτοιες συμπεριφορές κι απομονώθηκες συνειδητά από όλους κι από όλα!
Μα εγώ, το χρόνο τόσο καιρό τον κρατούσα στο χέρι μου, τον νόμιζα δικό μου. Τελικά εκείνος ήταν κάπου έξω από το ρολόι μου…
Έλα λοιπόν! Έλα! Χρόνο να φτιάξουμε ή να τον αλλάξουμε ή τελικά να τον εκάμουμε παντοτινά δικό μας!
Ζουν χωρίς να ζουν, συνεχίζουν επιρρίπτοντας ευθύνες, χωρίς να λύνουν τα προβλήματα αλλά διατηρώντας τα, μετακυλίοντας την ευθύνη στο χρόνο!
Κι εγώ εδώ, τόσο δίπλα σου και τόσο μακριά σου, έχω τον χρόνο σύντροφο να μου δηλώνει τις διαστάσεις, τις αποστάσεις της ζωής δίχως εσένα. Τις ώρες, τις μέρες τα χιλιόμετρα, τα μίλια…
Μην σταθείς πουθενά! Μόνο κράτα το χέρι μου σφιχτά κι όσα θα ‘ρθουν, μαζί θα τα διαβούμε, γιατί έτσι το δάκρυ είναι πιο ελαφρύ και σβήνει εύκολα τη θλίψη από τα μάτια σου.
Όσα μιλά η μοναξιά δεν σου μιλά ο θόρυβος και η βουή των γιορτών!