Όταν συμφιλιωθείς με το χρόνο, το μόνο που ακούς είναι σιωπή και πότε πότε κάποιες κραυγές απόγνωσης από όλους αυτούς γύρω σου. Δεν έχει νόημα να πεις παραπάνω λόγια.
Δεν τους νοιάζει να αποδείξουν κάτι! Μόνο αν μπορούσαν μια χαραγή στο απροσπέλαστο των ψυχών των ανθρώπων να ανοίξουν, θα ήταν μία νίκη!
Νομίζουν πως επειδή φεύγει ο χρόνος πετούν το παλιό και κρατούν το καινούργιο. Αυτό που δεν καταλαβαίνουν είναι ότι δεν υπάρχει παλιό! Δεν υπάρχει καινούργιο!
Κι όλοι ρωτούν γεμάτοι απορία πώς φτάσαμε ως εδώ! Αντίπαλοι και μόνοι. Μαζί στο ψέμα, χωριστά στην αλήθεια.
Για μένα θα είσαι το χθες που σβήστηκε από ανθρώπου χέρι, σαν να μην υπήρξαμε ποτέ εκεί.
Κάπου κάπου αναρωτιέσαι γιατί. Γιατί ζεις, γιατί υπάρχεις, γιατί στα χαμηλά όταν υπάρχει το εκεί ψηλά; Γιατί εσύ και οι άλλοι; Κι όμως συνεχίζεις…
Νομίζουν ότι αγαπούν οι άνθρωποι μα μόνο πληγώνουν. Νομίζουν ότι νοιάζονται μα μόνο θρέφουν το Εγώ τους. Νομίζουν πως είναι ειλικρινείς μα μόνο ξέρουν να φεύγουν.
Κοινώς κάθε φορά που γίνονται δυστυχήματα-εγκλήματα οι πολίτες αυτής της χώρας συνειδητοποιούν ξανά και ξανά ότι δεν υπάρχουν υποδομές, οργάνωση και ειδικά πρόληψη!
Γιατί ο Έλληνας είναι ξεχασμένος στην ανδρεία των προγόνων του. Φουσκώνει με την αντίσταση που προέβαλαν άλλοι, όχι αυτός! Ο νεοέλληνας να μην χαλάει τη ζαχαρένια του!
Για όλους τους Αυγούστους των αστεριών που τα χέρια μας ενώθηκαν στην αστείρευτη σιωπή της νύχτας.
Όλη η ζωή του ανθρώπου μια μάχη να σκοτώσει την ψυχή του! Μια πάλη να αποδείξει πως μπορεί να την τιθασεύσει κι άλλοτε να υποκρίνεται πως δεν υπάρχει ψυχή ελεύθερη μέσα του.
Εσύ ένα σώμα που έχει χάσει όλα όσα ήταν εκεί! Αυτήν τη φορά όμως δεν έχει σημασία τίποτε! Το κενό είναι το καταφύγιο της.
Έτσι μόνος μεγάλωνες. Έτσι έμαθες να σε αγαπούν χτυπώντας σε. Μέσα σου δεν τόλμησες να πεις, εγώ έτσι δεν θα γίνω! Ο φόβος σε κυρίευσε. Ο φόβος σε κέρδισε.
Κι οι γύρω παρακολουθούν. Καλύτερα να σε δουν νεκρό παρά εκεί που ανήκεις. Κουράστηκες να τους σβήνεις κι εκείνοι σαν αόρατο μελάνι να εμφανίζονται μπροστά σου. Όλα είναι τόσο δύσκολα πια.
Η ψυχή μουδιασμένη, αποκομμένη κρύβει την αδυναμία τους να βρίσκουν λόγο να υπάρχουν κι όχι να ζουν.