Αυτό ήσουν πάντα μα δεν μπορούσες να το αναγνωρίσεις. Κι αυτό σε βάραινε, σε σώπαινε χαμένο σε σκέψεις που δεν κατάφερναν να γίνουν λόγος.
Κι όσο γίνεσαι η γνώση τόσο σωπαίνεις. Τόσο κρύβεσαι. Όχι από φόβο! Είναι που η αλήθεια δε χωρά σε ετούτους τους τόπους.
Πόσοι ήταν εκείνοι που θέλησαν να σκουπίσουν τα δάκρυά σου για να μην τα βλέπουν; Καθάρισαν το πρόσωπό σου. Σε έντυσαν με ρούχα όμορφα να μοιάζεις με κάτι που αντέχει ο φόβος τους.
Αναζητώ τι μένει από τους ανθρώπους που φεύγουν. Τι είναι εκείνο που διατηρεί κάτι από εκείνους ακόμη ζωντανό;
Εκείνος που αγαπά δε φυλακίζει! Δεν κρατιέται πάνω στον άλλον να γδέρνει τη φυγή του.
Η μάχη σώπασε κι αυτή. Σταμάτησε να της ρίχνει τα πυρά της. Δεν την ένιωθε αντίπαλο πια.
Σε έναν τυφλό υπάρχει η αφή, η οσμή, η ακοή, η γεύση κι εκείνη η αίσθηση που δεν έχει μορφή! Μια ανώτερη άυλη αίσθηση πως όλα είναι εκεί, στη θέση τους.
Σκέψου σκέφτηκα εκείνοι οι άνθρωποι που
δεν θα ξαναδούν τα παιδιά τους, τους δικούς τους ανθρώπους ποτέ! Που μπαίνουν στο δωμάτιό τους και κανείς δεν είναι μέσα ποτέ!
Όταν συμφιλιωθείς με το χρόνο, το μόνο που ακούς είναι σιωπή και πότε πότε κάποιες κραυγές απόγνωσης από όλους αυτούς γύρω σου. Δεν έχει νόημα να πεις παραπάνω λόγια.
Δεν τους νοιάζει να αποδείξουν κάτι! Μόνο αν μπορούσαν μια χαραγή στο απροσπέλαστο των ψυχών των ανθρώπων να ανοίξουν, θα ήταν μία νίκη!
Νομίζουν πως επειδή φεύγει ο χρόνος πετούν το παλιό και κρατούν το καινούργιο. Αυτό που δεν καταλαβαίνουν είναι ότι δεν υπάρχει παλιό! Δεν υπάρχει καινούργιο!
Κι όλοι ρωτούν γεμάτοι απορία πώς φτάσαμε ως εδώ! Αντίπαλοι και μόνοι. Μαζί στο ψέμα, χωριστά στην αλήθεια.
Για μένα θα είσαι το χθες που σβήστηκε από ανθρώπου χέρι, σαν να μην υπήρξαμε ποτέ εκεί.
Κάπου κάπου αναρωτιέσαι γιατί. Γιατί ζεις, γιατί υπάρχεις, γιατί στα χαμηλά όταν υπάρχει το εκεί ψηλά; Γιατί εσύ και οι άλλοι; Κι όμως συνεχίζεις…
Νομίζουν ότι αγαπούν οι άνθρωποι μα μόνο πληγώνουν. Νομίζουν ότι νοιάζονται μα μόνο θρέφουν το Εγώ τους. Νομίζουν πως είναι ειλικρινείς μα μόνο ξέρουν να φεύγουν.