Σώματα γυμνά! Φέρε ό,τι ξέχασα και μόνο τα φώτα σβήσε…
Μοιραστείτε το άρθρο!
Στον ματιών σου την απύθμενη γη ο δρόμος μου συναντά το χρόνο να μικραίνει κοντά σου και να μεγαλώνει μακριά σου.
Από ποια Σελήνη να ζητήσω το φως τις νύχτες που είσαι μακριά να φωτίζει τη μορφή σου μέσα μου κι όλα να γίνονται γιορτής λουλούδια. Πέταλα ριγμένα στα ακροδάχτυλα μου, σαν της αφής σου τον παλμό, όταν τα σώματά μας σμίγουν.
Εκείνη τη στιγμή σε ποθώ πιο πολύ, τότε που όλα σημαίνουν την κραυγή που θες να μερέψει μόνο στη δική σου ανάσα, να γδάρει το κέλυφός της κι ο πόθος να παλέψει για να σωθεί από του έρωτα το βουβό αγρίμι.
Κάθε φορά μια μανία να σε φέρω πιο κοντά μου, να θες πιο πολύ, να φοβάσαι πιο λίγο.
Σ’ αγαπώ στο δρόμο ετούτο που βαραίνει στης μοναξιάς το διψασμένο στασίδι να σε κρατήσει δικό της. Μάταια της λέγω η προσμονή… Δεν προσκυνά ο μαχητής, δεν προσκυνά ο λαβωμένος!
Τα σώματά σας δεν έσμιξαν ποτές όπως τα δικά μας, μόνο αγγίχθηκαν, δεν ριγήσαν. Αγέρα σώπασε τον ιδρώτα που κυλά στου στήθους την παρθένα γη, κανείς έως τώρα δεν τόλμησε να ανακαλύψει τη διαδρομή ως το τέλος της σάρκας μου. Σαν αγέννητη, σαν κόρη που δε γεύθηκε τον πρώτο έρωτα και η μήτρα της φωνάζει έλα!
Έλα! Εκεί που κυλά η αυγή του πόθου μου. Έλα! Εκεί που κανείς δεν τόλμησε να πιει το κρυμμένο πιοτό της πεινασμένης μου λαχτάρας να γδάρουν τα νύχια μου τη σάρκα σου.
Τίποτα δεν τελείωσε ακόμη αγαπημένε!
Δρόμος ανοιχτός! Ανάσες γοργές! Χείλη μισάνοιχτα! Σώματα γυμνά! Φέρε ό,τι ξέχασα και μόνο τα φώτα σβήσε…
Μοιραστείτε το άρθρο!