Μέχρι εδώ η κραυγή, μέχρι εδώ η σιωπή τώρα μόνο κενό!
Μοιραστείτε το άρθρο!
Το δέρμα της γέμισε μικρά βουναλάκια. Δεν κρύωνε. Ήταν εκείνο το μυρμήγκιασμα όταν η ψυχή είναι μόνη. Το σώμα νιώθει την παραίτησή της. Σώμα δίχως ψυχή, φως δίχως σκοτάδι. Η ζωή κι ο θάνατος είναι το ίδιο. Μόνον η αφή γίνεται σκιά και ο χρόνος ωδή στον Κάτω Κόσμο.
Κι όλα γύρω της σώπασαν. Η θάλασσα σαν να μην κυλούσε επάνω στα βράχια. Ακίνητη και σιωπηλή να της θυμίζει όλα εκείνα που είναι μέσα της, μα όχι κοντά της. Έκλαιγε μόνη, όπως τα κύματα που τρέχουν στους βράχους, μετά από κάθε χτύπημα.
Πονούν μα συνεχίζουν να κυλούν. Πονούσε κι εκείνη μα συνέχιζαν να γράφουν τα ακροδάχτυλά της λέξεις που το στόμα φίμωνε μέρα νύχτα, χρόνια ολόκληρα.
Πονάω. Παγώνω. Παραιτούμαι.
Κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα.
Η μάχη σώπασε κι αυτή. Σταμάτησε να της ρίχνει τα πυρά της. Δεν την ένιωθε αντίπαλο πια. Τόσο καιρό δεν έφερε καμμία αντίσταση. Τη χτυπούσε ξανά και ξανά μα εκείνη τα άφηνε όλα στο σώμα της να ακουμπήσουν. Ακίνητη δεχόταν τα χτυπήματα λες και είχε πάρει όλη την ευθύνη επάνω της. Κανείς άλλος ένοχος. Μόνο το δικό της κορμί στη ζυγαριά.
Όσα αίματα και να έτρεχαν δε σκούπισε τίποτα. Πότε τα άφηνε επάνω της να ξεραθούν κι άλλοτε ρουφούσε τις πληγές της, μήπως ξεδιψάσει ο πόνος της.
Τίποτε δεν τη λύτρωνε. Ούτε η χαρά ούτε το δάκρυ. Ούτε η αλήθεια ούτε η υποκρισία. Ζούσε, ανέπνεε, μα γύρω της όλα έμοιαζαν να είχαν τελειώσει. Αυτό το τέλος ήταν το μόνο που της έδινε κουράγιο να συνεχίσει.
Το τέλος!
Κι ύστερα σταμάτησαν όλα. Σαν να μην ανέπνεε, σαν να μη ζούσε. Άνθρωπος και νεκρός ταυτόχρονα. Δίχως ψυχή, τι από τα δύο είσαι, αναρωτιόταν.
Άδεια ένιωθε, άδεια αποχώρησε. Μέχρι εδώ η κραυγή, μέχρι εδώ η σιωπή τώρα μόνο κενό!
Μοιραστείτε το άρθρο!