Ο ερημίτης και το πλάσμα του δάσους
Μοιραστείτε το άρθρο!
Όσο κρατάει μια στιγμή, τόσο κι άλλο τόσο οι ματιές μας συναντήθηκαν στου τώρα τη διάρκεια κι όλα όσα αισθάνθηκα, μια βουτιά στης ψυχής μου τα άδυτα.
Εσύ, ερημίτης Λύκος, της αγέλης αρχηγός δεν θέλησες να γίνεις, για να μπορείς μοναχικός να ζεις και μακριά από αυτή. Φρόντισες να κρατήσεις την καρδιά σου κρυφή, την φύλαξες καλά μα όχι από φόβο, την πάγωσες τα χέρια του κανείς μην πλησιάσει, γιατί εκείνος που μπορεί να ζει τόσο μόνος, τι να την κάνει την καρδιά;
Εγώ, ένα πλάσμα λες από μύθο του δάσος βγαλμένο ή απ’ τον βυθό μιας θάλασσας και την ροή ενός καταρράκτη. Ποιος να αντέξει την τόση μου σιωπή, ποιος να κρατήσει τα γιατί του για τον εαυτό του;
Οι περαστικοί περνούν για να προσπεράσουν και τα παρασέρνουν όλα στο διάβα τους, αυτοί που μένουν μόνο δεν τους νοιάζουν τα γιατί, μα δυστυχώς είναι τόσοι λίγοι!
Σε κοιτούσα μες στο δάσος να περπατάς αργά, μα κουρασμένος δεν ήσουν. Εκεί ο χρόνος για εσένα γίνεται νύχτα δίχως ημέρα, γιατί ο ήλιος σου κρύβεται μη και φανεί η αληθινή σου μορφή. Ο λυγμός σου, δεν ακούστηκε σε καμιάς μάχης σου την λύσσα, σε καμία αναμέτρηση με το καθρέφτισμά σου στης λίμνης την σιγή.
Τόσο καιρό, νόμιζες πως ήσουν μόνος ανάμεσα σε ανθρώπους που πιστεύουν πως τα πρόσωπα είναι όλα ίδια και πως κρυμμένος, κανένας δεν είναι όταν περπατά σε ετούτη τη γη.
Κι όμως η μοναξιά κρύβεται πίσω από το πιο ζωντανό γέλιο, η μοναξιά χάνεται πίσω από το φως της ημέρας κι εσύ πάντα απομακρύνεσαι κάθε που ξημερώνει.
Εκεί, στη νύχτα σου σε αντάμωσα, όσο κρατάει μια στιγμή τόσο κι άλλο τόσο οι ματιές μας συναντήθηκαν κάπου εκεί, στην δυνατή μου ανάσα μετά από την βουτιά στης ψυχής μου τα άδυτα κι όταν άνοιξα τα μάτια μου, εσύ δεν είχες φύγει!
Ένας ερημίτης Λύκος, να κοιτά από κοντά και μακριά ταυτόχρονα, το πλάσμα του δάσους που του μοιάζει τόσο, μα δικό του δεν θέλει να θελήσει να το κάμει ποτές…
Μοιραστείτε το άρθρο!