
Η Πόρτα που Άνοιξε
Μοιραστείτε το άρθρο!
Ο ένας βρήκε τον άλλον μπροστά σε μια πόρτα κλειστή. Σε έναν κόσμο γεμάτο πόνο και αρρώστια.
Ήταν η στιγμή που παρελθόν και παρόν ενώθηκαν, και το αύριο άγγιξε το σήμερα με τις άκρες των δαχτύλων του.
Ήξερε πως τίποτα πια δεν θα ήταν το ίδιο.
Κάθε φορά που η πόρτα άνοιγε κι εκείνος στεκόταν εκεί, η καρδιά της άνοιγε διάπλατα.
Είχε μείνει κλειστή καιρό, σφραγισμένη σαν τα έγκατα του Κάτω Κόσμου.
Ούτε ο βαρκάρης δεν την πέρασε απέναντι. Μετέωρη ανάμεσα σε θνητούς και ζωντανούς.
Μα κάθε φορά που εκείνος εμφανιζόταν,
Άνοιξη η ψυχή της.
Ζωής ταξίδι ξεκινούσε ως τις ρίζες των λουλουδιών. Εκεί κατοικούσε η Αλήθεια. Ριζωμένη στο χώμα, ακέραιη.
Φόβος μήπως δεν τη θελήσει.
Προσμονή για τη στιγμή που θα δει κι εκείνος…
Οι άνθρωποι απαιτούν, οδηγούν ο ένας τον άλλον σε διλήμματα.
Ξεχνούν τη φωνή, την αφή, την όψη, το φως που μένει πίσω τους, να μαρτυρά την παρουσία τους.
Απαιτούν, χωρίς να διεκδικούν!
Εκείνη τα άφησε όλα εκεί, ακέραια, με σιωπή. Τα ακούμπησε με όλη της την αγάπη και προχώρησε.
Ο Θάνατος τους χώρισε.
Η Ζωή τους ανάστησε, εκεί, στα δάχτυλα ανάμεσα, στο δέρμα του, στη γεύση του.
Μα κυρίως στην ψυχή του.
Γιατί η ψυχή έχει τον τελευταίο λόγο. Η καθαρότητα που φέρει μέσα της. Η σύνδεση που αναζητά, για να βαδίσει ανάμεσα σε Γη κι Ουρανό, να ολοκληρώσει το ταξίδι της.
Κι ο Χρόνος, ρυθμιστής κάθε αδικίας, κάθε λάθους, κάθε προσμονής…
Μοιραστείτε το άρθρο!